- οστρειογραφης
- ὀστρειογραφήςὀστρειο-γρᾰφής2раскрашенный пурпуром
(ἀσπίδες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀσπίδες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οστρειογραφής — ὀστρειογραφής, ές (Α) βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρειον + γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. χρυσο γραφής] … Dictionary of Greek
ὀστρειογραφεῖς — ὀστρειογραφής purple painted masc/fem acc pl ὀστρειογραφής purple painted masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)